pattern

Χερσαία Μεταφορά - Οδικά ατυχήματα και συνθήκες

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τροχαία ατυχήματα και συνθήκες όπως "bump", "collide" και "carsick".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Land Transportation
accident

a situation where vehicles hit each other or a person is hit by a vehicle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accident"
car crash

a situation where a car collides with something, such as another vehicle or other object

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "car crash"
collision

an accident that occurs when two or more objects, often in motion, come into violent contact with each other, resulting in damage or destruction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "collision"
bingle

a minor car accident

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bingle"
fender-bender

a minor car accident that usually involves small damage to the vehicles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fender-bender"
head-on collision

a traffic accident where two vehicles hit each other directly from the front

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "head-on collision"
side collision

a traffic accident where vehicles are struck from the side

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "side collision"
pile-up

a collision involving multiple vehicles, often caused by poor visibility or sudden braking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pile-up"
rollover

the act of a vehicle overturning or flipping onto its side or roof

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rollover"
smash-up

a serious car accident involving significant damage to the vehicles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "smash-up"
T-bone accident

a car crash where one vehicle hits the side of another vehicle, forming a T shape

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "T-bone accident"
to collide

to come into sudden and forceful contact with another object or person

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to collide"
to slam

to hit or strike with great force, often making a loud noise

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to slam"
to smash

to hit or collide something with great force and intensity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to smash"
to ding

to cause slight damage to something, typically by hitting or striking it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ding"
to plow into

to collide with or crash into something forcefully

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to plow into"
to jackknife

(of articulated vehicles such as tractor trailer) to experience a loss of control where the front and rear parts of the vehicle fold together

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to jackknife"
to rear-end

to hit the back of another vehicle with the front of your vehicle

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rear-end"
to ram

to crash violently into an obstacle

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ram"
to run over

to hit and pass over something or someone with a vehicle, causing damage

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to run over"
to skid

to slide or slip uncontrollably, usually on a slippery surface

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to skid"
to total

to completely destroy a vehicle, making it beyond repair

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to total"
roadway departure

an event where a vehicle leaves the road by accident

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "roadway departure"
to lock

to become firmly secured or immovable in position

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lock"
roadkill

an animal that has been struck and killed by a vehicle on the road

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "roadkill"
whiplash injury

a neck injury caused by one's neck bending forward and back suddenly and forcefully

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "whiplash injury"
road rage

an aggressive behavior that is seen among drivers, particularly when they are stuck in traffic

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "road rage"
to highway hynosis

a state of driving in which the driver is not fully aware and does not remember parts of the trip

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to highway hynosis"
motion sickness

an urge to vomit that is caused by motion, particularly when a person is in a moving vehicle such as a car, train, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "motion sickness"
carsick

feeling sick because of the motions experienced while traveling in a car

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carsick"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek