pattern

Χερσαία Μεταφορά - Λειτουργίες και Όροι Οδήγησης

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τις λειτουργίες οδήγησης και όρους όπως "accelerate", "brake" και "pass".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Land Transportation
to drive away

to leave a place by driving a vehicle

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to drive away"
to drive off

to start driving away from a location

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to drive off"
to drive on

to continue driving a vehicle

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to drive on"
to start

to cause a machine or device to begin operating or functioning

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to start"
to accelerate

to make a vehicle, machine or object move more quickly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to accelerate"
to brake

to slow down or stop a moving car, etc. by using the brakes

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to brake"
to floor

to press the accelerator pedal down as far as it will go to make the vehicle go very fast

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to floor"
to steer

to control the direction of a moving object, such as a car, ship, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to steer"
to upshift

to change to a higher gear in a vehicle to go faster

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to upshift"
downshift

a shift to a lower gear in a vehicle's transmission

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "downshift"
to gear down

to change to a lower gear in a vehicle to reduce speed or increase power

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gear down"
to reverse

to cause or maneuver a vehicle to move backward

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reverse"
to slow

to decrease the speed of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to slow"
to cruise

to travel at a consistent and efficient speed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cruise"
to turn

to change the direction of something's movement by rotating or steering it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to turn"
to round

to go around or encircle an object or obstacle, allowing movement to continue in a changed direction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to round"
to veer

to abruptly turn to a different direction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to veer"
to turn off

to alter the direction of a vehicle or object

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to turn off"
to reroute

to change the originally planned path or direction of something, especially in transportation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reroute"
to swerve

to turn something aside or cause it to deviate from its original path or direction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to swerve"
to beep

(particularly of a horn or electronic device) to make a short, often high-pitched sound as a signal or alert

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to beep"
to honk

to cause a horn, particularly of a vehicle, to make a loud noise

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to honk"
to dip

to adjust the angle or intensity of the headlights, typically to prevent dazzling or blinding other drivers on the road

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dip"
to handle

(of a vehicle) to behave or respond in a particular way when being driven or controlled

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to handle"
to pass

to move in front of another vehicle that is going more slowly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pass"
to cut in

to drive a vehicle into the space in front of another, providing minimal room for the latter to navigate comfortably

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cut in"
to yield

to give way or surrender to another vehicle or person, typically while driving

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to yield"
to idle

to run an engine slowly without being engaged in any work or gear

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to idle"
to stop

to not move anymore

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stop"
to pull over

to signal or direct a driver to move their vehicle to the side of the road

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pull over"
to pull up

to make a vehicle stop its movement

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pull up"
to pull off

to move a vehicle to the side or off the main road, often into a designated area

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pull off"
to pull in

to direct a vehicle to move to the side of the road or to another location where it can stop

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pull in"
to park

to move a car, bus, etc. into an empty place and leave it there for a short time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to park"
to double-park

to park a vehicle alongside another parked vehicle

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to double-park"
to block in

to block the path of another vehicle by parking too closely

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to block in"
gear change

the act of shifting from one gear to another in a vehicle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gear change"
to navigate

to choose the direction of and guide a vehicle, ship, etc., especially by using a map

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to navigate"
road map

a detailed plan or guide of roads and routes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "road map"
jump-start

the act of starting a vehicle with a discharged battery using power from another vehicle's battery

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jump-start"
to push-start

to start a vehicle by pushing it while in gear, typically when the engine fails to start normally

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to push-start"
to clock

to measure or record the speed of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to clock"
to purr

(of a mechanical device) to function or move smoothly and quietly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to purr"
to gun

to run an engine of a vehicle very quickly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gun"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek