pattern

Χερσαία Μεταφορά - Αδικήματα και Εγκλήματα οδήγησης

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με αδικήματα οδήγησης και εγκλήματα όπως "ταχύτητα", "απρόσεκτη οδήγηση" και "υπηρεσία αυτοκινήτου".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Land Transportation
driving under the influence

the act of operating a motor vehicle while under the influence of alcohol or drugs to the extent that it impairs the person's ability to drive safely

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "driving under the influence"
DWI

a term used in some jurisdictions to refer to the act of operating a motor vehicle while under the influence of alcohol or drugs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "DWI"
drunk driving

the act of driving a vehicle such as a car while being drunk

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "drunk driving"
hit and run

an accident in which the driver who is responsible for the accident runs away instead of stopping to help

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hit and run"
speeding

the traffic offence of driving faster than is legally allowed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "speeding"
racing

the offense of driving a vehicle at high speeds in competition with others on public roads

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "racing"
careless driving

the act of operating a vehicle without paying enough attention to safety and traffic rules

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "careless driving"
reckless driving

the act of driving a vehicle dangerously and without regard for safety

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reckless driving"
aggressive driving

the act of operating a vehicle in a forceful and reckless manner that endangers others on the road

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aggressive driving"
driving whilst unfit

the act of operating a vehicle despite being physically or mentally incapable of doing so safely

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "driving whilst unfit"
driving without insurance

the act of operating a vehicle without the necessary insurance coverage

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "driving without insurance"
distracted driving

the act of operating a vehicle while being unfocused due to other activities or stimuli

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "distracted driving"
wrong-way concurrency

the phenomenon where vehicles travel in the opposite direction of traffic flow on roads, posing a significant risk to safety

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wrong-way concurrency"
carjacking

the act of violently stealing a car while someone is inside it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carjacking"
to hot-wire

to start a car's engine without the key by using the wires attached to it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hot-wire"
to joyride

to take a vehicle, typically a car or motorcycle, for a ride without the owner's permission or for enjoyment

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to joyride"
ticket

a fine issued by law enforcement for violating traffic laws or regulations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ticket"
parking ticket

an official notice issued in case a car is parked illegally, typically put on the windshield

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parking ticket"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek