pattern

Συστατικά Τροφίμων - Δημητριακά και Αλεύρι

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τα δημητριακά και το αλεύρι, όπως «σιτάρι», «ταπιόκα» και «καλαμποκάλευρο».

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Food Ingredients
almond meal

a fine powder made from almonds, used as a gluten-free flour substitute or protein-rich ingredient in baking

αμυγδαλόψιχα, αλεύρι αμυγδάλου

αμυγδαλόψιχα, αλεύρι αμυγδάλου

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "almond meal"
bran

the outer layer of a cereal grain, rich in fiber and nutrients

φλοιός δημητριακών, χύμα δημητριακών

φλοιός δημητριακών, χύμα δημητριακών

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bran"
amaranth

a nutritious and gluten-free pseudo-cereal with small, protein-rich grains

αμάρανθος, αμάραντο

αμάρανθος, αμάραντο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "amaranth"
flax

a small, nutrient-dense seed rich in omega-3 fatty acids and dietary fiber

λιναρόσπορος, λιναρίτης

λιναρόσπορος, λιναρίτης

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flax"
flaxseed

a small and nutrient-rich seed derived from the flax plant, known for its omega-3 fatty acids, fiber, and potential health benefits

σπόρος λιναριού, λιναρόσπορος

σπόρος λιναριού, λιναρόσπορος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flaxseed"
linseed

a small and nutritious seed of the flax plant, used for its oil content and potential health benefits

λιναρόσπορος, σπόρος λίνου

λιναρόσπορος, σπόρος λίνου

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "linseed"
sesame

a small seed of the sesame plant, known for its rich nutty flavor and versatile culinary use

σουσάμι, σπόρος σουσαμιού

σουσάμι, σπόρος σουσαμιού

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sesame"
buckwheat

a gluten-free grain with a nutty taste, often used in cooking and baking as either whole grains or flour

κοπανισμένος σίτος, τα κομμάτια σίτου

κοπανισμένος σίτος, τα κομμάτια σίτου

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "buckwheat"
emmer

a type of ancient wheat with a nutty flavor and a high nutritional value

εμμερίτης, εμμέρ

εμμερίτης, εμμέρ

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "emmer"
spelt

an ancient grain with a mild, nutty flavor and a chewy texture

σπίλτα, σπίλτος

σπίλτα, σπίλτος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spelt"
durum

a type of dark and hard wheat that is grown in dry regions, used to make pasta

σκληρό σιτάρι, σιτάρι ντούρο

σκληρό σιτάρι, σιτάρι ντούρο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "durum"
wheat

the common grain that is used in making flour, taken from a cereal grass which is green and tall

σιτάρι, σπορέας

σιτάρι, σπορέας

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wheat"
wheat berry

the whole, unprocessed kernel of the wheat grain

σιτηρά, σπόροι σίτου

σιτηρά, σπόροι σίτου

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wheat berry"
rye

a cereal grass grown in cold climates with grains that are used in making whiskey, bread or animal food

σίκαλη, κριθάρι

σίκαλη, κριθάρι

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rye"
barley

a cereal grain used as food for humans and animals and for making alcoholic beverages

κριθή, κριθάρι

κριθή, κριθάρι

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "barley"
oat

a type of grain that grows on a plant in cool climates, used as food for people and animals

βρώμη, όσπριο

βρώμη, όσπριο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "oat"
pearl millet

a drought-tolerant grain with small round grains that possesses a mildly nutty flavor and a slightly chewy texture

περλίτ, μαργαρίτης

περλίτ, μαργαρίτης

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pearl millet"
millet

small seeds of a large crop that grows in warm regions, used to feed birds or make flour

σιτάρι (sitári), κεχρί (kechrí)

σιτάρι (sitári), κεχρί (kechrí)

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "millet"
wild rice

a long-grain aquatic grass seed that is known for its nutty flavor and chewy texture

άγριο ρύζι, ρύζι του βάλτου

άγριο ρύζι, ρύζι του βάλτου

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wild rice"
teff

a small, gluten-free grain native to Ethiopia and Eritrea

τεφ, τέφ

τεφ, τέφ

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "teff"
finger millet

a nutritious grain known for its small, finger-like grains and gluten-free properties

μηνίσκος, δάχτυλο ρύζι

μηνίσκος, δάχτυλο ρύζι

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "finger millet"
maize

a tall plant growing in Central America that produces yellow seeds, which are used in cooking

καλαμπόκι, αραβόσιτος

καλαμπόκι, αραβόσιτος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "maize"
corn

the dried grains or kernels of a cereal plant, commonly used in various culinary preparations

καλαμπόκι, σίτος

καλαμπόκι, σίτος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "corn"
sorghum

a grain crop widely cultivated for its edible seeds and used in various food and industrial applications

σίτος σόργου, σόργο

σίτος σόργου, σόργο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sorghum"
Job's tears

a type of grain commonly used in Asian cuisine and known for their distinctive tear-shaped appearance

δάκρυα του Ιώβ, κόσμος του Ιώβ

δάκρυα του Ιώβ, κόσμος του Ιώβ

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Job's tears"
bleached flour

a type of flour that has been chemically treated to whiten its color and soften its texture

λευκανθέν αλεύρι, φωτεινό αλεύρι

λευκανθέν αλεύρι, φωτεινό αλεύρι

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bleached flour"
enriched flour

a type of flour that has been fortified with additional nutrients, such as vitamins and minerals

 εμπλουτισμένο αλεύρι,  ενισχυμένο αλεύρι

εμπλουτισμένο αλεύρι, ενισχυμένο αλεύρι

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "enriched flour"
cake flour

a finely milled type of flour that is low in protein content

άλευρο κέικ, αλεύρι ζαχαροπλαστικής

άλευρο κέικ, αλεύρι ζαχαροπλαστικής

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cake flour"
pastry flour

a type of flour with a moderate protein content that is finer than all-purpose flour but coarser than cake flour

αλεύρι για ζαχαροπλαστική, αλεύρι φύλλου

αλεύρι για ζαχαροπλαστική, αλεύρι φύλλου

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pastry flour"
plain flour

flour without baking powder, yeast or any other substance that makes cakes or baked goods rise

απλό αλεύρι, αλεύρι χωρίς πρόσθετα

απλό αλεύρι, αλεύρι χωρίς πρόσθετα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plain flour"
all-purpose flour

a versatile type of flour with a moderate protein content that is commonly used in a wide range of culinary applications

γενικής χρήσης αλεύρι, όλων των σκοπών αλεύρι

γενικής χρήσης αλεύρι, όλων των σκοπών αλεύρι

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "all-purpose flour"
self-raising flour

a type of flour that already contains leavening agents, such as baking powder, making it suitable for recipes that require a rise or lift

αυτοφουρνιστό αλεύρι, αλεύρι που φουσκώνει μόνο του

αυτοφουρνιστό αλεύρι, αλεύρι που φουσκώνει μόνο του

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "self-raising flour"
graham flour

a coarse whole wheat flour made from the endosperm of the wheat kernel

αλεύρι Γκράχαμ, χοντρό αλεύρι ολικής άλεσης

αλεύρι Γκράχαμ, χοντρό αλεύρι ολικής άλεσης

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "graham flour"
unbleached flour

a type of flour that has not been chemically treated to whiten its color or soften its texture

αλεύρι χωρίς λεύκανση, αλεύρι μη λευκασμένο

αλεύρι χωρίς λεύκανση, αλεύρι μη λευκασμένο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unbleached flour"
gluten flour

a high-protein flour used to improve dough elasticity and structure in baking

αλεύρι γλουτένης, γαλακτώδης αλεύρι

αλεύρι γλουτένης, γαλακτώδης αλεύρι

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gluten flour"
semolina

small pieces of crushed durum or similar wheat grains used in making pasta and pudding

σμιγμένα, σιμιγδάλι

σμιγμένα, σιμιγδάλι

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "semolina"
gluten-free flour

a type of flour that does not contain gluten, a protein found in wheat, barley, and rye

άλευρο χωρίς γλουτένη, χωρίς γλουτένη αλεύρι

άλευρο χωρίς γλουτένη, χωρίς γλουτένη αλεύρι

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gluten-free flour"
hard flour

high-protein flour used for bread making and recipes needing strong gluten development

σκληρό αλεύρι, αλεύρι σίτου με υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη

σκληρό αλεύρι, αλεύρι σίτου με υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hard flour"
bread flour

high-protein flour for making bread with a strong gluten network and chewy texture

αλεύρι ψωμιού, αλεύρι για ψωμί

αλεύρι ψωμιού, αλεύρι για ψωμί

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bread flour"
wheat flour

the flour made by grinding wheat grains, commonly used in various culinary applications

αλεύρι σίτου, σιταρένιο αλεύρι

αλεύρι σίτου, σιταρένιο αλεύρι

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wheat flour"
whole wheat

(of bread or flour) containing whole grains of wheat and also the husk

ολικής άλεσης, από ολόκληρο σιτάρι

ολικής άλεσης, από ολόκληρο σιτάρι

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "whole wheat"
wholemeal

(of bread or flour) containing whole grains of wheat and also the husk

ολικής άλεσης, ολικής σύνθεσης

ολικής άλεσης, ολικής σύνθεσης

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wholemeal"
wheatmeal

an unbleached flour that is made by grinding whole grains of wheat

συγκεντρωμένο σιτάρι, ακατέργαστο αλεύρι

συγκεντρωμένο σιτάρι, ακατέργαστο αλεύρι

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wheatmeal"
tapioca

a starch extracted from the cassava root, used in cooking and baking for its thickening properties

ταπιόκα, ταπιόκας

ταπιόκα, ταπιόκας

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tapioca"
rolled oats

flattened oat groats that have been processed into flakes, often used as a versatile and nutritious ingredient in breakfast cereals

πλατείες βρώμης, νιφάδες βρώμης

πλατείες βρώμης, νιφάδες βρώμης

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rolled oats"
arrowroot

a starchy powder derived from the rhizomes of tropical plants, used as a thickening agent in cooking and baking

αχλαδόσκονη, αχλάδι της αχλάδας

αχλαδόσκονη, αχλάδι της αχλάδας

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arrowroot"
brown rice

a whole grain rice variety with the bran intact, offering nutty flavor and chewy texture

καφέ ρύζι, ολοκληρωμένο ρύζι

καφέ ρύζι, ολοκληρωμένο ρύζι

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brown rice"
bulgur

a cracked and parboiled wheat grain commonly used in Middle Eastern cuisine

μπουλγούρ, σπασμένο σιτάρι

μπουλγούρ, σπασμένο σιτάρι

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bulgur"
cereal

any plant that is produced for grains that can be eaten or used in making flour

δημητριακά, σιτηρά

δημητριακά, σιτηρά

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cereal"
cornflakes

a breakfast cereal made with roasted flakes of maize flour that is usually eaten with milk and sugar

κορνφλέικς, καλαμποκώσκαι

κορνφλέικς, καλαμποκώσκαι

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cornflakes"
cornflour

fine white starch of maize, used in cooking to thicken sauces or soups

καλαμποκάλευρο, στίγμα καλαμποκιού

καλαμποκάλευρο, στίγμα καλαμποκιού

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cornflour"
meal

grain that is ground into a powder, used for feeding animals or making flour

μερίδα (merída), μάζα (máza)

μερίδα (merída), μάζα (máza)

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "meal"
oatmeal

a thick, soft food from ground oats, eaten usually for breakfast

βρώμη, κουάκερ

βρώμη, κουάκερ

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "oatmeal"
rice paper

a thin, translucent sheet made from rice flour and water, used in various Asian cuisines for wrapping spring rolls

στάρφα ρυζιού, χαρτί ρυζιού

στάρφα ρυζιού, χαρτί ρυζιού

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rice paper"
sweet corn

a young corn with soft kernels that is high in sugar, grown on a maize plant, used in cooking

γλυκό καλαμπόκι, ζαχαρωτό καλαμπόκι

γλυκό καλαμπόκι, ζαχαρωτό καλαμπόκι

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sweet corn"
manioc

the starch or flour of dried manioc or cassava root

μανιόκ, κασάβα

μανιόκ, κασάβα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "manioc"
soya bean

the seed of an oriental plant that is rich in protein, used for making oil or food

σόγια (soya), φασόλια σόγιας (fasolia soyas)

σόγια (soya), φασόλια σόγιας (fasolia soyas)

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "soya bean"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek