pattern

Συστατικά Τροφίμων - Κοψίματα κρέατος

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τα διάφορα κομμάτια κρέατος όπως "φιλέτο", "ψιλοκόψιμο" και "μπριζόλα".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Food Ingredients
steak

a large piece of meat or fish cut into thick slices

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "steak"
brisket

meat cut from the chest of an animal, especially a cow

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brisket"
chuck

a cut of beef taken from the shoulder area of the animal, known for its flavorful and versatile qualities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chuck"
shank

a cut of meat from the lower portion of an animal's leg, known for its rich flavor when cooked

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shank"
long bone

a meat cut that includes a bone with an elongated shape

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "long bone"
oxtail

a meaty cut of beef taken from the tail of a cow

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "oxtail"
ham hock

the joint or knuckle of a pig's front or hind leg, often used in cooking for its flavorful meat

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ham hock"
shin

a cut of meat taken from the front part of the lower leg of an animal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shin"
sirloin

beef that is taken from an animal's back, typically a cow, which is of high quality

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sirloin"
flank

a lean and flavorful cut of meat located on the underside of an animal, typically used for dishes like fajitas or stir-fries

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flank"
rump

meat from the upper part of the back legs of a cow, which is of high quality

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rump"
rib

a piece of meat with one or more rib bones

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rib"
short loin

a tender and well-marbled cut of meat located towards the back of an animal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "short loin"
tenderloin

meat that is cut from near the backbone of a pig or cow, which is of high quality

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tenderloin"
spare rib

a cut of pork taken from the lower part of the pig's rib cage

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spare rib"
trotter

a pig's foot that is cooked as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trotter"
chop

a small cut of meat, typically taken from the rib or loin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chop"
pork belly

a fatty and flavorful cut of meat obtained from the underside of a pig

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pork belly"
gammon

the meat from the hind leg of a pig that is typically cured, similar to ham

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gammon"
fatback

a cut of pork that consists primarily of the fatty layer beneath the skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fatback"
Boston butt

a pork cut from the upper shoulder, used in barbecue and slow-cooking for its rich flavor and marbling, often for pulled pork and stews

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Boston butt"
cutlet

a thin piece of meat that is cut into a thick slice and usually broiled or fried

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cutlet"
breast

meat cut from the front part of the body of a bird

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "breast"
drumstick

the lower joint of the leg of a fowl, eaten as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "drumstick"
lamb chop

a small, tender cut of lamb meat attached to the rib bone, typically taken from the rib, loin, or shoulder

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lamb chop"
pork loin

a lean and tender cut of meat from the back of the pig, commonly used for roasting

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pork loin"
wing

meat from the wing of a duck, chicken, etc., eaten as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wing"
rack

a piece of meat from a pig or lamb which is attached to the front ribs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rack"
short ribs

a cut of beef attached to the rib bones

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "short ribs"
shoulder

meat taken from the upper part of the front leg of an animal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shoulder"
beef plate

a cut of meat that comes from the lower belly or underside of the cow

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beef plate"
leg

a portion of meat, typically from the lower limb of an animal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "leg"
round

a lean cut of meat, typically from the hindquarters of an animal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "round"
picnic shoulder

a cut of pork, typically from the upper part of the shoulder

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "picnic shoulder"
side

a cut from the rib area of an animal, often known for its tender and flavorful qualities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "side"
beefsteak

a thick slice of beef that is often cooked by grilling

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beefsteak"
cut

a piece of meat cut from the body of an animal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cut"
flesh

the soft part of the body of an animal, between the skin and bones

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flesh"
gigot

the leg of a lamb or an adult sheep that is eaten as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gigot"
joint

a large cut of meat from the area where two or more bones meet, typically including a part of the bone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "joint"
escalope

a thin, boneless slice of meat that is coated in breadcrumbs and fried

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "escalope"
haunch

the hindquarter or leg of an animal, often referring to a cut of meat from that region

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "haunch"
hock

a cut of meat from the lower part of an animal's leg, often used for its rich flavor and gelatinous texture

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hock"
neck

a cut of meat derived from the neck region of an animal, typically used in stews, soups, and braised dishes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "neck"
rump steak

a cut of beef taken from the hindquarters of the animal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rump steak"
T-bone steak

a cut of beef from the loin region that contains a T-shaped bone, with tenderloin on one side and strip steak on the other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "T-bone steak"
thigh

the upper part of a bird's leg, often used as a meaty portion for cooking and eating

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thigh"
wishbone

a Y-shaped bone between the neck and breast of a bird

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wishbone"
boneless

(of food, particularly meat or fish) having the bones taken out for easier consumption

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boneless"
bony

containing bones or an abundance of bones

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bony"
lean

(of meat) containing a small or no amount of fat

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lean"
skinless

lacking skin or having had the skin removed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skinless"
strip steak

a tender cut of beef taken from the short loin, characterized by its distinctive strip of fat

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "strip steak"
goujon

small strips of fish or poultry that are typically breaded and deep-fried, similar to fish fingers or chicken tenders

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "goujon"
lardon

small strips or cubes of bacon or salt pork that are typically used as a flavoring ingredient in French cuisine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lardon"
filet

a piece of boneless meat or fish cut from near the ribs of an animal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "filet"
primal cut

a large section of meat initially separated from the carcass during butchering, containing major muscle groups and bones

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "primal cut"
sub-primal cut

a smaller portion of meat that is taken from a primal cut during butchering, typically containing specific muscles or sections

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sub-primal cut"
ribeye

a flavorful cut of beef taken from the rib section of the cow, known for its tenderness and marbling

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ribeye"
roulade

a rolled dish typically made by wrapping meat, fish, or vegetables around a filling and then cooking it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "roulade"
turkey breast

the meat from the breast portion of a turkey, typically boneless and skinless, and commonly used in cooking for its lean and flavorful meat

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "turkey breast"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek