pattern

Συστατικά Τροφίμων - Μανιτάρια, Μύκητες και Φύκια

Εδώ θα μάθετε τα ονόματα διαφορετικών μανιταριών, μυκήτων. και φύκια στα αγγλικά όπως "shiitake", "truffle" και "nori".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Food Ingredients
red algae

a group of marine plants with reddish pigmentation, known for their role in providing habitat and food in aquatic ecosystems

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "red algae"
green algae

a diverse group of photosynthetic organisms, characterized by their green pigmentation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "green algae"
brown algae

a diverse group of photosynthetic marine organisms, often found in seawater, characterized by their brown pigmentation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brown algae"
kelp

large, brown seaweeds that grow in underwater forests, characterized by their long, leaf-like structures

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kelp"
nori

edible seaweed sheets, commonly used in Japanese cuisine, often used for making sushi rolls or as a garnish for soups, salads, and other dishes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nori"
porphyra

a subdivision of red algae characterized by its thin, edible sheets

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "porphyra"
gim

roasted seaweed sheets, often used for wrapping rice, vegetables, and other fillings to make 'gimbap,' a popular Korean dish similar to sushi rolls

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gim"
truffle

a highly prized fungus that grows underground, known for its distinctive aroma and flavor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "truffle"
button mushroom

common edible mushroom with a smooth white cap and short stem, used in cooking in various dishes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "button mushroom"
oyster mushroom

a type of edible fungus known for its distinct oyster-like appearance and delicate flavor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "oyster mushroom"
shiitake

a type of edible mushroom with a savory and rich flavor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shiitake"
morel

a type of edible mushroom with a distinctive honeycomb-like cap and a rich, nutty flavor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "morel"
chanterelle

a type of edible mushroom known for its distinctive funnel-shaped cap and delicate, fruity flavor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chanterelle"
mushroom

any fungus with a short stem and a round top that we can eat

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mushroom"
bladderwrack

a type of brown seaweed known for its air bladder-like structures and potential health benefits

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bladderwrack"
carrageen

a type of seaweed extract commonly used as a thickening or gelling agent in food products

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carrageen"
dulse

a type of edible red seaweed with a chewy texture and a salty, umami flavor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dulse"
fucoid algae

a type of brown seaweed commonly found along rocky coastlines and characterized by its olive-green to brown coloration

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fucoid algae"
Iceland moss

a lichen that grows in arctic and subarctic regions, known for its medicinal and culinary uses

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Iceland moss"
Irish moss

a type of red seaweed that is commonly used as a thickening agent in various culinary preparations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Irish moss"
laver

a type of edible seaweed commonly used in Asian cuisine, particularly in sushi and other dishes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "laver"
rockweed

a type of brown seaweed that grows on rocky shorelines and is characterized by its long, ribbon-like fronds

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rockweed"
sea lettuce

a type of edible green seaweed that resembles lettuce leaves and is commonly found in coastal areas

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sea lettuce"
sea tangle

a type of brown seaweed with long, ribbon-like fronds, commonly found in cold coastal waters

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sea tangle"
seaweed

a type of plant that grows in or near the sea

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "seaweed"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek