pattern

Συστατικά Τροφίμων - Είδη κρέατος και παραπροϊόντων

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τα είδη κρέατος και παραπροϊόντων όπως "beef", "tripe" και "venison".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Food Ingredients
beef

meat that is from a cow

μοσχάρι, βοδινό

μοσχάρι, βοδινό

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beef"
pork

meat from a pig, eaten as food

χοιρινό, κρέας από χοίρο

χοιρινό, κρέας από χοίρο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pork"
poultry

meat of chickens, turkeys, and ducks

πουλερικό, άσπρο κρέας

πουλερικό, άσπρο κρέας

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "poultry"
veal

meat of a young cow

μοσχαρίσιο κρέας, νεαρό μοσχάρι

μοσχαρίσιο κρέας, νεαρό μοσχάρι

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "veal"
chitterlings

the small intestines of a pig, typically cleaned and cooked as a delicacy in various culinary traditions

τσιρίμπι, έντερα χοίρου

τσιρίμπι, έντερα χοίρου

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chitterlings"
tripe

the edible lining of the stomach of various animals, typically used in cooking

πατσάς, υπογάστριο

πατσάς, υπογάστριο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tripe"
corned beef

beef that has been cured in a brine solution, typically seasoned with spices and salt

αλατισμένο βόειο κρέας, καπνιστό βόειο κρέας

αλατισμένο βόειο κρέας, καπνιστό βόειο κρέας

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "corned beef"
bully beef

canned or preserved meat, typically beef, often used in military rations

βόειο κονσερβοποιημένο κρέας, κονσέρβα βοδινού

βόειο κονσερβοποιημένο κρέας, κονσέρβα βοδινού

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bully beef"
ground beef

a type of meat that has been minced or finely chopped

κιμάς, ψιλό κρέας

κιμάς, ψιλό κρέας

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ground beef"
ham

a type of meat cut from a pig's thigh, usually smoked or salted

ζαμπόν, χρήσιμα κομμάτια χοιρινού

ζαμπόν, χρήσιμα κομμάτια χοιρινού

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ham"
chicken

the flesh of a chicken that we use as food

κοτόπουλο, κρέας κοτόπουλου

κοτόπουλο, κρέας κοτόπουλου

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chicken"
duck

meat of a duck, eaten as food

πάπια, κρέας πάπιας

πάπια, κρέας πάπιας

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "duck"
goose

meat of a goose, eaten as food

χήνα, κρέας χήνας

χήνα, κρέας χήνας

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "goose"
turkey

meat of a turkey, eaten as food, especially during holidays like Thanksgiving and Christmas

γαλοπούλα, πουλερικό

γαλοπούλα, πουλερικό

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "turkey"
squab

the meat of young domestic pigeons that are slaughtered before they are able to fly

πιπεριά, σπουργίτι

πιπεριά, σπουργίτι

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "squab"
quail

the flesh of the small game bird, known for its lean and flavorful meat

πέρδικα, κουνούπι

πέρδικα, κουνούπι

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quail"
grouse

meat of a grouse, eaten as food

αγριογούρουνο, γρήγορος

αγριογούρουνο, γρήγορος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grouse"
pheasant

meat of a pheasant, eaten as food

πέρδικα, κρέας πέρδικας

πέρδικα, κρέας πέρδικας

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pheasant"
liver

the liver of an animal that can be cooked and eaten

συκώτι,  ήπαρ

συκώτι, ήπαρ

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "liver"
red meat

the meat such as beef and lamb that turn brown when cooked

κόκκινο κρέας, κόκκινα κρέατα

κόκκινο κρέας, κόκκινα κρέατα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "red meat"
white meat

the meat such as chicken, rabbit, etc., that is pale in color

λευκό κρέας, άσπρο κρέας

λευκό κρέας, άσπρο κρέας

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "white meat"
sausage

‌a mixture of meat, bread, etc. cut into small pieces and put into a long tube of skin, typically sold raw to be cooked before eating

λουκάνικο, σαλάμι

λουκάνικο, σαλάμι

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sausage"
salt-cured

related to a preservation method where food is treated or preserved with salt

αλατισμένος, αλατισμένος και συντηρημένος

αλατισμένος, αλατισμένος και συντηρημένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "salt-cured"
lunch meat

cooked meat that is sliced before sale and eaten cold

θησαυρός φαγητού, κρέας για σάντουιτς

θησαυρός φαγητού, κρέας για σάντουιτς

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lunch meat"
bushmeat

meat of African wild animals eaten as food

κάπρος, κρέας θηράματος

κάπρος, κρέας θηράματος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bushmeat"
brain

animal brains that are used as edible meat

εγκέφαλος, κρέας εγκεφάλου

εγκέφαλος, κρέας εγκεφάλου

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brain"
tongue

the edible muscle in the mouth of animals, typically known for its unique texture and flavor

γλώσσα, γλώσσα κρέατος

γλώσσα, γλώσσα κρέατος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tongue"
kidney

an organ in an animal's body that takes waste matter from its blood by sending it out of their body and can often be cooked and eaten

νεφρός, κόντρα

νεφρός, κόντρα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kidney"
sweetbread

a type of meat that refers to the thymus or pancreas of a young animal

σφουγγάτο, θυμός

σφουγγάτο, θυμός

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sweetbread"
halal

(of food) prepared according to Islamic law

χαλάλ (chalal), επιτρεπτός (epitrepós)

χαλάλ (chalal), επιτρεπτός (epitrepós)

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "halal"
kosher

(of food) prepared according to Jewish law

κατάλληλος (katállilos), κάνω kashrut (kashrut)

κατάλληλος (katállilos), κάνω kashrut (kashrut)

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kosher"
dark meat

meat of the legs of a bird that has turned dark after being cooked, eaten as food

σκούρο κρέας, σκούρο κρέας πουλερικών

σκούρο κρέας, σκούρο κρέας πουλερικών

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dark meat"
fish

flesh from a fish that we use as food

ψάρι, ικθυοφάγος

ψάρι, ικθυοφάγος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fish"
mutton

meat of an adult sheep

αρνί, κριθαράκι

αρνί, κριθαράκι

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mutton"
venison

meat of a deer, eaten as food

ελάφι, κρέας ελαφιού

ελάφι, κρέας ελαφιού

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "venison"
chevon

young goat meat known for its tender texture, delicate flavor, and lean profile, used in various cuisines worldwide

τσοπανόπουλο, κρέας κατσικιού

τσοπανόπουλο, κρέας κατσικιού

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chevon"
lamb

meat that is from a young sheep

αρνί, κατσίκι

αρνί, κατσίκι

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lamb"
rabbit

meat from a rabbit, eaten as food

κουνέλι (kouneli), κρέας κουνελιού (kreas kouneliou)

κουνέλι (kouneli), κρέας κουνελιού (kreas kouneliou)

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rabbit"
gristle

a tough part of meat that is hard to eat

χόνδρος, σκληρό κρέας

χόνδρος, σκληρό κρέας

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gristle"
calamari

the culinary term for squid, commonly prepared and served as a dish

καλαμάρι, καλαμάρια

καλαμάρι, καλαμάρια

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "calamari"
mahi-mahi

a type of fish known for its firm texture and mild flavor

μαχίμαχι, μαϊ-μαϊ

μαχίμαχι, μαϊ-μαϊ

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mahi-mahi"
mince

meat that is finely chopped or ground, typically beef

κιμάς, λεπτοκομμένο κρέας

κιμάς, λεπτοκομμένο κρέας

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mince"
lobster

the meat of a lobster as food

ουσιαστικό (lobster)  - Αστακός, ουσιαστικό (lobster) - Κρέας αστακού

ουσιαστικό (lobster) - Αστακός, ουσιαστικό (lobster) - Κρέας αστακού

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lobster"
luncheon meat

any meat that is cut into small pieces, pressed into a container such as cans and then served cold

κονσερβοποιημένο κρέας, άπαχο κρέας σε φέτες

κονσερβοποιημένο κρέας, άπαχο κρέας σε φέτες

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "luncheon meat"
roe

the eggs of a female fish or the sperm of a male fish, eaten as food

ογκός, αυγά ψαριών

ογκός, αυγά ψαριών

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "roe"
scrod

the flesh of a young cod

σκροτ, νέος μπακαλιάρος

σκροτ, νέος μπακαλιάρος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scrod"
seafood

any sea creature that is eaten as food such as fish, shrimp, seaweed, and shellfish

θαλασσινά, θαλάσσια τρόφιμα

θαλασσινά, θαλάσσια τρόφιμα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "seafood"
variety meat

the internal organs of an animal such as the liver and kidneys, used as food

ποικιλία κρέατος, εντόσθια

ποικιλία κρέατος, εντόσθια

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "variety meat"
cold cuts

thin slices of cooked meat that are eaten cold

κρύα κομμάτια κρέατος, ψιλοκομμένα αλλαντικά

κρύα κομμάτια κρέατος, ψιλοκομμένα αλλαντικά

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cold cuts"
confit

salted meat, especially a duck, that is cooked at a low temperature stored in its own fat

κονφί, ψητό κρέας σε λίπος

κονφί, ψητό κρέας σε λίπος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confit"
crab

the meat of a crab that can be eaten

καβούρι, κρέας καβουριού

καβούρι, κρέας καβουριού

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crab"
duckling

meat of a young duck, eaten as food

πάπια, νεοσσός πάπιας

πάπια, νεοσσός πάπιας

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "duckling"
fowl

meat of a bird, eaten as food

πουλερικό, επιδόρπιο πτηνού

πουλερικό, επιδόρπιο πτηνού

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fowl"
guinea fowl

meat of a guinea fowl, eaten as food

γαλόπουλο, κουνέλι της Δαμασκού

γαλόπουλο, κουνέλι της Δαμασκού

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "guinea fowl"
kipper

a type of fish called herring which is salted and then smoked

κιπέρ (kipér), ενωμένος ρέγγας (enoménos réggas)

κιπέρ (kipér), ενωμένος ρέγγας (enoménos réggas)

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kipper"
horseflesh

the edible meat obtained from horses

Ιππασιανό (ippasiano), κρέας αλόγου (kreas alógou)

Ιππασιανό (ippasiano), κρέας αλόγου (kreas alógou)

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "horseflesh"
partridge

the meat of the medium-sized game bird, known for its tender texture and rich, gamey flavor

παρτίτσα, σκαρφαλιτσά

παρτίτσα, σκαρφαλιτσά

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "partridge"
fryer

the tender meat of young bird, typically chickens, that are suitable for frying or cooking

τηγανητό κοτόπουλο, τηγανισμένο πτηνό

τηγανητό κοτόπουλο, τηγανισμένο πτηνό

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fryer"
dressed

having been cleaned, gutted, and prepared for cooking or sale, specifically referring to fish, poultry, or other meat

καθαρισμένος, ετοιμασμένος για μαγείρεμα

καθαρισμένος, ετοιμασμένος για μαγείρεμα

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dressed"
tuna

the meat of a large fish named tuna that lives in warm waters

τόνος, ψάρι τόνου

τόνος, ψάρι τόνου

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tuna"
clam

the edible meat of the bivalve mollusk, known for its delicate texture and distinctive oceanic taste

κλέφτης (kléftis), στρείδι (strídi)

κλέφτης (kléftis), στρείδι (strídi)

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clam"
giblets

the edible internal organs of poultry, typically including the liver, heart, gizzard, and neck

παράπλευρα, εντόσθια

παράπλευρα, εντόσθια

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "giblets"
parson's nose

the fatty tail end of a roast chicken or turkey

παπάς, κοτοπούλα

παπάς, κοτοπούλα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parson's nose"
spatchcock

a chicken or game bird that has been split and flattened for cooking

Σπαρταριζμένος κόκορας, Ανοιγμένος κόκορας

Σπαρταριζμένος κόκορας, Ανοιγμένος κόκορας

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spatchcock"
abalone

a gastropod of warm seas that is edible and contains mother-of-pearl

αβάλωνε, αβάλωνας

αβάλωνε, αβάλωνας

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abalone"
oyster

a type of shellfish that can be eaten both raw and cooked, some of which contain pearls inside

στρείδι, όστρακο

στρείδι, όστρακο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "oyster"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek