pattern

Συστατικά Τροφίμων - Είδη κρέατος και παραπροϊόντων

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τα είδη κρέατος και παραπροϊόντων όπως "beef", "tripe" και "venison".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Food Ingredients
beef

meat that is from a cow

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beef"
pork

meat from a pig, eaten as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pork"
poultry

meat of chickens, turkeys, and ducks

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "poultry"
veal

meat of a young cow

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "veal"
chitterlings

the small intestines of a pig, typically cleaned and cooked as a delicacy in various culinary traditions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chitterlings"
tripe

the edible lining of the stomach of various animals, typically used in cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tripe"
corned beef

beef that has been cured in a brine solution, typically seasoned with spices and salt

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "corned beef"
bully beef

canned or preserved meat, typically beef, often used in military rations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bully beef"
ground beef

a type of meat that has been minced or finely chopped

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ground beef"
ham

a type of meat cut from a pig's thigh, usually smoked or salted

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ham"
chicken

the flesh of a chicken that we use as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chicken"
duck

meat of a duck, eaten as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "duck"
goose

meat of a goose, eaten as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "goose"
turkey

meat of a turkey, eaten as food, especially during holidays like Thanksgiving and Christmas

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "turkey"
squab

the meat of young domestic pigeons that are slaughtered before they are able to fly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "squab"
quail

the flesh of the small game bird, known for its lean and flavorful meat

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quail"
grouse

meat of a grouse, eaten as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grouse"
pheasant

meat of a pheasant, eaten as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pheasant"
liver

the liver of an animal that can be cooked and eaten

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "liver"
red meat

the meat such as beef and lamb that turn brown when cooked

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "red meat"
white meat

the meat such as chicken, rabbit, etc., that is pale in color

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "white meat"
sausage

‌a mixture of meat, bread, etc. cut into small pieces and put into a long tube of skin, typically sold raw to be cooked before eating

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sausage"
salt-cured

related to a preservation method where food is treated or preserved with salt

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "salt-cured"
lunch meat

cooked meat that is sliced before sale and eaten cold

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lunch meat"
bushmeat

meat of African wild animals eaten as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bushmeat"
brain

animal brains that are used as edible meat

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brain"
tongue

the edible muscle in the mouth of animals, typically known for its unique texture and flavor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tongue"
kidney

an organ in an animal's body that takes waste matter from its blood by sending it out of their body and can often be cooked and eaten

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kidney"
sweetbread

a type of meat that refers to the thymus or pancreas of a young animal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sweetbread"
halal

(of food) prepared according to Islamic law

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "halal"
kosher

(of food) prepared according to Jewish law

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kosher"
dark meat

meat of the legs of a bird that has turned dark after being cooked, eaten as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dark meat"
fish

flesh from a fish that we use as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fish"
mutton

meat of an adult sheep

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mutton"
venison

meat of a deer, eaten as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "venison"
chevon

young goat meat known for its tender texture, delicate flavor, and lean profile, used in various cuisines worldwide

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chevon"
lamb

meat that is from a young sheep

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lamb"
rabbit

meat from a rabbit, eaten as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rabbit"
gristle

a tough part of meat that is hard to eat

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gristle"
calamari

the culinary term for squid, commonly prepared and served as a dish

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "calamari"
mahi-mahi

a type of fish known for its firm texture and mild flavor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mahi-mahi"
mince

meat that is finely chopped or ground, typically beef

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mince"
lobster

the meat of a lobster as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lobster"
luncheon meat

any meat that is cut into small pieces, pressed into a container such as cans and then served cold

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "luncheon meat"
roe

the eggs of a female fish or the sperm of a male fish, eaten as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "roe"
scrod

the flesh of a young cod

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scrod"
seafood

any sea creature that is eaten as food such as fish, shrimp, seaweed, and shellfish

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "seafood"
variety meat

the internal organs of an animal such as the liver and kidneys, used as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "variety meat"
cold cuts

thin slices of cooked meat that are eaten cold

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cold cuts"
confit

salted meat, especially a duck, that is cooked at a low temperature stored in its own fat

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confit"
crab

the meat of a crab that can be eaten

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crab"
duckling

meat of a young duck, eaten as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "duckling"
fowl

meat of a bird, eaten as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fowl"
guinea fowl

meat of a guinea fowl, eaten as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "guinea fowl"
kipper

a type of fish called herring which is salted and then smoked

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kipper"
horseflesh

the edible meat obtained from horses

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "horseflesh"
partridge

the meat of the medium-sized game bird, known for its tender texture and rich, gamey flavor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "partridge"
fryer

the tender meat of young bird, typically chickens, that are suitable for frying or cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fryer"
dressed

having been cleaned, gutted, and prepared for cooking or sale, specifically referring to fish, poultry, or other meat

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dressed"
tuna

the meat of a large fish named tuna that lives in warm waters

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tuna"
clam

the edible meat of the bivalve mollusk, known for its delicate texture and distinctive oceanic taste

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clam"
giblets

the edible internal organs of poultry, typically including the liver, heart, gizzard, and neck

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "giblets"
parson's nose

the fatty tail end of a roast chicken or turkey

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parson's nose"
spatchcock

a chicken or game bird that has been split and flattened for cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spatchcock"
abalone

a gastropod of warm seas that is edible and contains mother-of-pearl

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abalone"
oyster

a type of shellfish that can be eaten both raw and cooked, some of which contain pearls inside

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "oyster"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek