pattern

Συστατικά Τροφίμων - Ουσίες και πρόσθετα τροφίμων

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με ουσίες και πρόσθετα τροφίμων όπως "ζελατίνη", "μαγειρική σόδα" και "οξινιστικό".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Food Ingredients
food additive

a substance added to food to improve its taste, texture, or appearance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "food additive"
rice paper

a thin, translucent sheet made from rice flour and water, used in various Asian cuisines for wrapping spring rolls

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rice paper"
preservative

a substance that is added to food, cosmetics, or other products to prevent or slow down their spoilage or deterioration

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "preservative"
edible ink

ink that is safe for consumption and used for printing on food items, such as cakes, cookies, and candies, for decorative purposes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "edible ink"
food coloring

a substance added to food to change or enhance its color

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "food coloring"
gold leaf

a thin sheet of gold used for decoration or gilding

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gold leaf"
artificial flavor

flavoring agents that are chemically synthesized and used to mimic natural flavors in food and beverages

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "artificial flavor"
thickening agent

an ingredient or substance used to increase the viscosity or thickness of a liquid or sauce in food preparation, such as cornstarch, flour, or gelatin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thickening agent"
sweetener

a substance used to add sweetness to food or beverages

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sweetener"
stabilizer

a substance that helps maintain the consistency, texture, and structure of a product

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stabilizer"
gelling agent

an ingredient used to create gels, such as agar agar, pectin, or gelatin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gelling agent"
agar

a gelatinous substance derived from seaweed and used as a gelling agent in various food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "agar"
pectin

a natural substance found in fruits that is used as a thickening agent in food preparation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pectin"
humectant

a substance that helps retain moisture and prevents drying in various products

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "humectant"
glazing agent

a substance used to provide a glossy or shiny appearance to food, such as beeswax, shellac, or vegetable oil

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "glazing agent"
flour treatment agent

a substance used to improve the processing, handling, or performance characteristics of flour, such as ascorbic acid, enzymes, or malted barley flour

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flour treatment agent"
flavor enhancer

something that is added to food to give it a better or more flavor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flavor enhancer"
flavoring

a substance or combination of substances used to enhance or impart a specific taste to food or beverages

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flavoring"
emulsifier

a substance that helps mix and stabilize immiscible liquids, such as oil and water, to create a uniform and stable emulsion

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "emulsifier"
color retention agent

a substance used to maintain the color of food products

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "color retention agent"
fortifying agent

a substance used in food production to add essential vitamins, minerals, or other nutrients to improve the nutritional content of the food product

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fortifying agent"
bulking agent

a substance added to food to increase its volume or bulk, often used as a filler or to improve the texture and mouthfeel of the food product

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bulking agent"
antioxidant

a substance, such as vitamin E, that helps clean the body of harmful substances

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antioxidant"
antifoaming agent

a substance used to reduce or prevent foaming in food and beverage production processes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antifoaming agent"
anticaking agent

a substance added to food or beverages to prevent clumping or caking of powdered or granulated materials

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anticaking agent"
acidity regulator

a food additive that is used to adjust and control the acidity or pH level of food or beverages

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acidity regulator"
acidulant

a food additive that adds acidity to food or beverages, typically for flavor enhancement or preservation purposes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acidulant"
gelatin

a protein-based substance derived from collagen that forms a gel-like texture when dissolved in water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gelatin"
pink slime

a meat product made from mechanically processed beef trimmings treated with antimicrobial agents

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pink slime"
salt

a natural, white substance, obtained from mines and also found in seawater that is added to the food to make it taste better or to preserve it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "salt"
baking soda

a chemical compound commonly used in baking as a leavening agent to help dough and batters rise

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "baking soda"
baking powder

a white powder that is used in baking products in order to make them rise and light

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "baking powder"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek