pattern

Συμπεριφορά και Προσέγγιση - Πληρώνοντας ή Προσέχοντας

Εξερευνήστε αγγλικούς ιδιωματισμούς που σχετίζονται με το να δίνετε ή να τραβάτε την προσοχή με παραδείγματα όπως "be all ears" και "take the stage".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English idioms related to Behavior & Approach
to catch one's eye

to attract the attention of a person

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [catch] {one's} eye"
to hear a pin drop

to be able to hear even the quietest of sounds due to the environment being extremely silent

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [hear] a pin drop"
to strut one's stuff

to confidently put one's best skills, abilities, or features on display in order to impress or show off

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [strut] {one's} stuff"
be all ears

to be eager to hear what a person wants to say

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "[be] all ears"
to be glued to something

to give a thing one's full attention

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [be] glued to {sth}"
eagle eye

the skill to notice details and make great observations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eagle eye"
to keep one's eyes peeled

to be careful to notice a thing or person

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [keep] {one's} eyes (peeled|open|skinned)"
to keep one's ear (close) to the ground

to make an effort to stay well informed on the developments or changes of a situation

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [keep|have] {one's} ear (close|) to the ground"
to lend somebody one's ear

to listen to a person or thing in an attentive or sympathetic way

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [lend] {sb} {one's} [ear]"
to perk (up) one's ears

to hear something interesting and start to listen to it carefully

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [perk|prick] (up|) {one's} ears"
to pin back one's ears

to pay attention to something that is being said

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [pin] back {one's} ears"
to take the stage

to attract the attention of other people, often in a way that causes other people or things less noticeable

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [take] the stage"
to keep a low profile

to behave in a way that does not draw attention to one

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [keep|maintain] a low profile"
to prick up one's ears

to begin listening eagerly and intentively

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [prick] up {one's} ears"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek