pattern

Συστατικά Τροφίμων - Γάλα και κρέμα

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με το γάλα και την κρέμα γάλακτος, όπως "clotted cream", "kefir" και "buttermilk".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Food Ingredients
milk

the white liquid we get from cows, sheep, or goats that we drink and use for making cheese, butter, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "milk"
homogenized milk

a type of dairy product where the fat particles are evenly dispersed throughout the milk to create a consistent texture

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "homogenized milk"
pasteurized milk

a type of milk that has been heated to a specific temperature to kill harmful bacteria while preserving its nutritional properties

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pasteurized milk"
scalded milk

a type of milk that has been heated just below its boiling point

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scalded milk"
condensed milk

a type of milk that is thickened and sweetened, sold in cans

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "condensed milk"
evaporated milk

a type of milk that has had about 60% of its water content removed through a heating process

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "evaporated milk"
caramelized milk

a sweet mixture of sugar and milk heated until golden brown, used in desserts and confections

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "caramelized milk"
powdered milk

milk that is heated to the point of dryness, made in the form of powder

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "powdered milk"
formula

a specially prepared nutritional substance, typically in liquid or powder form, designed to provide essential nutrients for infants

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "formula"
whey

the liquid portion of milk that remains after the curds have been separated, commonly used for its nutritional properties

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "whey"
buttermilk

the liquid left after butter has been produced, which can be drunk or used in cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "buttermilk"
milk skin

the thin layer that forms on heated milk, used in dishes like custards and puddings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "milk skin"
cream

the thick, fatty part of milk that rises to the top when you let milk sit

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cream"
clotted cream

a thick cream that is made by gradually heating whole milk until lumps of cream rise to the top, originally made in the UK

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clotted cream"
whipped cream

cream that has been beaten by a mixer or whisk until it becomes light and fluffy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "whipped cream"
double cream

a rich and thick dairy product with a high fat content, perfect for adding luxurious texture to desserts and sauces

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "double cream"
single cream

a thinner, pourable cream with a lower fat content compared to double cream

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "single cream"
kaymak

a creamy dairy product made from boiled or raw milk, used as a spread, topping, or ingredient in Middle Eastern and Balkan cuisines

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kaymak"
sour cream

a light cream that is produced from regular cream and lactic acid bacteria

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sour cream"
butter

a soft, yellow food made from cream that we spread on bread or use in cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "butter"
clabber

a thickened and curdled milk resulting from natural fermentation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clabber"
kefir

a fermented dairy drink with probiotic properties, made from milk and kefir grains, used for drinking or cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kefir"
yogurt

a thick liquid food that is made from milk and is eaten cold

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "yogurt"
cheese

a soft or hard food made from milk that is usually yellow or white in color

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cheese"
ayran

a yogurt-based Turkish beverage, often flavored with herbs or spices, consumed as a drink or condiment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ayran"
custard

a thick creamy sauce made with milk, eggs, sugar, flour or corn flour that is served hot on top of puddings, fruits, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "custard"
creme fraiche

a tangy, creamy French cultured cream used in cooking, baking, or as a condiment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "creme fraiche"
raw milk

a type of milk that has not undergone any pasteurization or homogenization processes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "raw milk"
semi-skimmed milk

a type of milk with a reduced fat content, typically containing around 1-2% fat

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "semi-skimmed milk"
whole milk

a type of milk that contains the natural proportion of milk fat, usually around 3.5% fat content

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "whole milk"
low-fat milk

milk that has a low percentage of fat

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "low-fat milk"
half-and-half

a dairy product that is made by combining equal parts of milk and cream

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "half-and-half"
coconut milk

a white and creamy liquid made from coconut flesh, used as a substitute for dairy milk

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coconut milk"
meuniere butter

a classic French sauce made by browning butter and adding lemon juice and parsley

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "meuniere butter"
skim milk

milk from which almost all the fat content has been removed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skim milk"
soymilk

a plant-based milk alternative made from soybeans

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "soymilk"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek