pattern

Συστατικά Τροφίμων - Γλυκαντικά

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με γλυκαντικά όπως "unrefined", "caster sugar" και "aspartame".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Food Ingredients
sugar

a sweet white or brown substance that is obtained from plants and used to make food and drinks sweet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sugar"
white sugar

a refined and granulated sugar commonly used in cooking and baking for its sweetening properties

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "white sugar"
brown sugar

a type of sweetener that is made by adding molasses to refined white sugar

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brown sugar"
caster sugar

a finely granulated sugar that is commonly used in baking and dessert recipes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "caster sugar"
granulated sugar

a common type of sugar that consists of fine, granular crystals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "granulated sugar"
icing sugar

a type of finely powdered sugar used for making icing or frosting for cakes and pastries

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "icing sugar"
gur

an unrefined sugar used in South Asian cuisine, made from boiled sugar cane juice or palm sap, known for its rich flavor and sweetening properties

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gur"
jaggery

a traditional unrefined sweetener made from sugarcane juice or palm sap

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jaggery"
sugar lump

a small, solid cube of sugar used for sweetening beverages or as a decorative element in cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sugar lump"
sugar cube

a small, solid sugar cube used for sweetening beverages

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sugar cube"
refined sugar

a processed form of sugar that has undergone purification and removal of impurities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "refined sugar"
powdered sugar

a finely ground sugar with a powdery texture, often used for dusting or making frostings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "powdered sugar"
maple sugar

a sweetener made from the sap of maple trees, often used in cooking and baking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "maple sugar"
malt sugar

a sweetener derived from malted grains, often used in brewing and baking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "malt sugar"
grape sugar

a simple sugar found naturally in grapes and other fruits

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grape sugar"
fruit sugar

a type of sugar that is naturally present in fruits and is known as fructose

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fruit sugar"
caramelized sugar

the golden-brown and flavorful syrup or coating that is formed by heating sugar until it melts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "caramelized sugar"
aspartame

an artificial sweetener commonly used as a sugar substitute in various food and beverage products

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aspartame"
saccharin

an alternative to sugar which is artificial and used by people who want to lose weight

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "saccharin"
stevia

a natural, calorie-free sweetener derived from the leaves of the Stevia rebaudiana plant

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stevia"
sucralose

a zero-calorie artificial sweetener used as a sugar substitute in food and beverages

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sucralose"
sugar alcohol

a low-calorie sweetener used in sugar-free foods and drinks

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sugar alcohol"
honey

a sweet, sticky, thick liquid produced by bees that is yellow or brown and we can eat as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "honey"
unrefined

not having undergone processing or purification

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unrefined"
demerara

a type of unrefined cane sugar with large, golden-brown crystals and a subtle molasses flavor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "demerara"
treacle

a thick, sweet, sticky liquid made from refined sugar, used in cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "treacle"
caramel

a sweet, golden-brown substance formed by heating and melting burnt sugar

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "caramel"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek