pattern

Συστατικά Τροφίμων - Μπαχαρικά

Εδώ θα μάθετε τα ονόματα διαφορετικών μπαχαρικών στα αγγλικά όπως "masala", "cinnamon" και "saffron".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Food Ingredients
allspice

the powder that is made from ground dried berries of a West Indian tree that is very aromatic, used as a spice

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "allspice"
anise

a spice that has a sweet flavor and is commonly used in cooking and baking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anise"
aniseed

the small, aromatic seeds of the anise plant used as a spice or flavoring agent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aniseed"
caraway seed

the small, aromatic seeds derived from the caraway plant, commonly used as a spice in cooking and baking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "caraway seed"
cardamom

the scented seeds of a plant of the ginger family, used as a seasoning or herbal medicine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cardamom"
cayenne pepper

a variety of chili pepper known for its hot and spicy flavor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cayenne pepper"
chili pepper

a fiery and pungent spice derived from various Capsicum plants

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chili pepper"
cinnamon

a spice that is made from the dried and rolled barks of a Southeast Asian tree, especially used in sweet foods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cinnamon"
coriander seed

the dried fruit of the cilantro plant, commonly used as a spice in various cuisines

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coriander seed"
dill seed

the small, oval-shaped seeds of the dill plant, commonly used as a spice in cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dill seed"
fenugreek

the scented seeds of a plant of the pea family that is used as a spice, especially in Asian cuisine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fenugreek"
fingerroot

a type of rhizome with a pungent and aromatic flavor, commonly used in Southeast Asian cuisine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fingerroot"
galangal

a spicy root with a citrusy taste, often used in Southeast Asian cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "galangal"
ginger

a thick and spicy root with pale brown color used as a seasoning in cooking, particularly in powder form

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ginger"
grains of paradise

small, pungent seeds with a peppery and slightly citrusy flavor

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grains of paradise"
juniper berry

the small, aromatic fruits of the juniper plant, used as a spice in culinary preparations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "juniper berry"
mace

a spice that is made of the dried outer covering of nutmegs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mace"
masala

a blend of spices such as cinnamon, mace, cumin, etc. that is widely used in Indian cuisine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "masala"
nutmeg

the hard seed of a tropical tree that is spherical in shape and very aromatic, used as a spice to add flavor to cakes, sauces, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nutmeg"
paprika

a mildly hot spice that is orange-red in color, made from drying certain kinds of peppers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paprika"
pepper

a powder made from dried peppercorn that is added to food to make it spicy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pepper"
poppy seed

a tiny, oil-rich seed derived from the poppy plant, commonly used as a culinary ingredient and for their nutty flavor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "poppy seed"
saffron

the spice that is made from the dried aromatic stigmas of crocus flowers, used to add taste and color to the food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "saffron"
star anise

a star-shaped dried fruit that is similar in taste to aniseeds and is used in Asian cuisines

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "star anise"
sumac

a spice made from the dried and ground berries of the sumac plant, known for its tangy and lemony flavor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sumac"
turmeric

a yellow aromatic powder that is obtained by grinding the root of a plant of the ginger family, widely used in Asian cuisines

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "turmeric"
vanilla

a type of flavor that is artificially made or is obtained from the beans of a tropical plant that adds a sweet taste and smell to the food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vanilla"
wasabi

a spicy condiment used in Japanese cuisine, made from the grated root of the wasabi plant

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wasabi"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek